- εὔκριθος
- εὔκρῑθος, ον, ([etym.] κριθή)A rich in barley,
ἀλωά Theoc.7.34
;ἄρουρα AP6.258.6
([place name] Adaeus).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλωά Theoc.7.34
;ἄρουρα AP6.258.6
([place name] Adaeus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύκριθος — εὔκριθος, ον (Α) αυτός που έχει άφθονο ή ωραίο κριθάρι («εὔκριθος ἀλωά» αγρός με άφθονο κριθάρι, Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κριθος < κριθή (πρβλ. πολύ κριθος, σιτό κριθος)] … Dictionary of Greek
εὔκριθον — εὔκρῑθον , εὔκριθος rich in barley masc/fem acc sg εὔκρῑθον , εὔκριθος rich in barley neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κριθή — ή (AM κριθή, ή, Α επικ. τ. και κρῑ, τὸ) 1. φυτό δημητριακό, εδώδιμο, βιομηχανικό και κτηνοτροφικό, που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια τών αγρωστωδών, το κριθάρι 2. ο καρπός τού φυτού αυτού («οἴνω δ ἐκ κριθέων πεποιημένῳ… … Dictionary of Greek